- ἀποκαραδοκία
- ἀποκᾰρᾱδοκ-ία, ἡ,A earnest expectation, Ep.Rom.8.19, Ep.Phil.1.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκαραδοκία — ἀποκαραδοκία, η (AM) εναγώνια προσδοκία … Dictionary of Greek
ἀποκαραδοκία — ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc/acc dual ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίᾳ — ἀποκαρᾱδοκίαι , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc pl ἀποκαρᾱδοκίᾱͅ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίαν — ἀποκαρᾱδοκίᾱν , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)